παλιός

παλιός
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου.
* * *
-ά, -ό και παλαιός -ά, -ό (ΑΜ παλαιός, -ά, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός)
1. αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, γέρος («νέοι ἠδέ παλαιοί», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο (α. «παλιά ρούχα» β. «τὰ ὑποδήματα ἐργαζόμενοι τὰ παλαιὰ καὶ τὰ ἱμάτια», Πλάτ.)
3. αυτός που ανήκει στα αρχαία χρόνια, αρχαίος («παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῡ Δαρδανίδαο», Ομ. Ιλ.)
4. αυτός τού οποίου δεν γίνεται πια χρήση (α. «παλιά φράση» β. «παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.)
5. (για τόπο) αυτός που βρέθηκε σε ακμή κατά το παρελθόν (α. «παλαιά Επίδαυρος» β. «τὸ παλαιὸν Κίσσιον», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι παλαιοί ή παλιοί
οι πρόγονοι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει φθαρεί από την πολλή χρήση
2. προηγούμενος («στο παλιό σπίτι ξεχάσαμε πολλά πράγματα»)
3. αυτός που πρεσβεύει κάτι από πολύ καιρό («είναι παλιός κεντρώος»)
4. πεπειραμένος
5. αυτός που εφαρμόζει μεθόδους ξεπερασμένες
6. αυτός που έχει απηρχαιωμένες ιδέες και αντιλήψεις, καθυστερημένος
7. αυτός που είχε στο παρελθόν ένα αξίωμα, επάγγελμα κ.λπ. («παλαιός πρόεδρος»)
8. (για ονόματα πόλεων, χωρών κ.λπ.) αυτός που προϋπήρξε άλλου ομώνυμου ή σύγχρονου (α. «παλαιό Φάληρο» β. «παλαιά πόλη»)
9. παροιμ. α) «τόν γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» — δεν τού δίνω καμιά σημασία, τον περιφρονώ
β) «παλιός γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται» — λέγεται για ερωτομανείς γέροντες που επιθυμούν νεαρές γυναίκες
γ) «η παλιά κότα έχει το ζουμί» — η ώριμη γυναίκα είναι πιο έμπειρη στον έρωτα
δ) «το παλιό σακί δεν γίνεται καινούργιο» — λέγεται για ανεπανόρθωτα κατεστραμμένα αντικείμενα ή για ανθρώπους που δεν αποβάλλουν τις συνήθειές τους
αρχ.
1. σεβαστός, σεβάσμιος («εἴργεσθαι θυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῑς ἀνθρώποις», Αντιφ.)
2. άχρηστος λόγω τής παλαιότητάς του
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλαιόν
κατά τους αρχαίους χρόνους.
επίρρ...
παλαιά και παλιά
κατά το παρελθόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλιός < παλαιός με συνίζηση (πρβλ. ἐλαία > ελιά). Για ετυμολ. βλ. λ. πάλαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιός, -ιά, -ιό, παλιότερος — η, ο 1. αυτός που πρωτοφάνηκε, ανήκει ή αναφέρεται σε περασμένες εποχές: Παλιές συνήθειες – παλιά σπίτια – παλιές ιδέες – παλιό χειρόγραφο. 2. ο λιωμένος από τη χρήση, ο άχρηστος: Τα μηχανήματα είναι παλιά και δεν έχουν μεγάλη απόδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπολερό — Παλιός ισπανικός χορός, που άνθησε προς το τέλος του 18ου αι.· η επινόησή του αποδίδεται συνήθως στον περίφημο χορευτή Σεμπαστιάν Θερέθο, ο οποίος τον είχε εμφανίσει το 1780. Η ρυθμική του αγωγή είναι σε τρεις χρόνους· χορεύεται με συνοδεία… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

  • έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… …   Dictionary of Greek

  • παλιώνω — και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, όω) [παλιός / παλαιός] καθιστώ κάτι παλιό νεοελλ. 1. γίνομαι παλιός 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, η, ο αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

  • Καυταντζόγλου, Λύσανδρος — (Θεσσαλονίκη 1811– Αθήνα 1885). Αρχιτέκτονας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού νεοκλασικισμού. Καταγόταν από πλούσια και ισχυρή οικογένεια και οι πρόγονοί του είχαν σχέσεις με τη Φιλική Εταιρεία και τους… …   Dictionary of Greek

  • Junior Eurovision Song Contest 2004 — Final date 20 November 2004 Presenter(s) Stian Barsnes Simonsen Nadia Hasnaoui Host broadcaster …   Wikipedia

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”